- καυκάλιον
- καυκάλιον, το (ΑΜ)μσν.κούπα, ποτήριαρχ.βαυκάλιον*.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βαυκάλιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαυκάλιον — και καυκάλιον, το (AM) μικρή πήλινη ή γυάλινη στάμνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ άλλους τα βαυκάλιον και βαύκαλις υποκατέστησαν στην καθημερινή γλώσσα τη λ. ψυκτήρ και… … Dictionary of Greek
кавкал — кубок , только русск. цслав. кавкаль, с ХI в. Из греч. καυκάλιον – то же; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 71; Мi. ЕW 113 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера